- παγανό
- το, και παγανός, ο1. συν. στον πληθ. τα παγανά(λαογρ.) δαιμόνια, ξωτικά που ο λαός πίστευε ότι εμφανίζονται κατά τη διάρκεια τού δωδεκαήμερου, καλικάντζαροι2. (ο τ. τού αρσ.) (σκωπτικά) άνθρωπος χωλός ή με άλλο εμφανές σωματικό ελάττωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus «ειδωλολάτρης»].
Dictionary of Greek. 2013.